- ἰαλεμίζω
- ἰᾱλεμ-ίζω, [dialect] Ion. [pref] ἰηλ-, ([etym.] ἰάλεμος)A bewail, Call.Fr.176.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαλεμίζω — ἰαλεμίζω, ιων. τ. ἰηλεμίζω (Α) [ιάλεμος] θρηνώ … Dictionary of Greek
ἰαλεμίζειν — ἰαλεμίζω bewail pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαλεμίστρια — ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) [ιαλεμίζω] γυναίκα που θρηνεί … Dictionary of Greek
ιαλεμώ — ἰαλεμῶ, έω (Α) [ιάλεμος] ιαλεμίζω* … Dictionary of Greek
ιηλεμίζω — ἰηλεμίζω (Α) ιων. τ. τού ιαλεμίζω* … Dictionary of Greek